φθορηγενής

φθορηγενής
-ές, Α
αυτός που προκαλεί φθορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + -γενής (< γένος < γίγνομαι). Ο τ. πιθ. αντί ενός τ. φθορηγόνος, για μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φθορηγενές — φθορηγενής breeding corruption masc/fem voc sg φθορηγενής breeding corruption neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”